ΔΗΜΟΣΙΟΣ VS ΙΔΙΩΤΙΚΟΣ ΤΟΜΕΑΣ ΚΑΙ ΤΟΠΙΚΕΣ ΑΓΟΡΕΣ


Δημόσιος Vs Ιδιωτικός τομέας και τοπικές αγορές.

Του Ηλία Μακρή

        Ανέκαθεν στο επίπεδο του πολιτικού προβληματισμού απασχολούσε ένα «τεχνητό» κατά τη γνώμη μας ερώτημα:

Δημόσιος ή Ιδιωτικός τομέας;  Και από αυτό το ερώτημα απέρρεαν αντίστοιχα τα υποερωτήματα:

  • Είναι δυνατόν δραστηριότητες στρατηγικής σημασίας για μια κοινωνία (π.χ ενέργεια) ή δραστηριότητες που αποδίδουν κοινωνικά αγαθά (π.χ υγεία, παιδεία κ.α), να αποτελέσουν αντικείμενο της ιδιωτικής επιχειρηματικότητας;

Και ο αντίλογος.

  • Είναι δυνατόν το κράτος να είναι και επιχειρηματίας;

       Η επιχειρηματολογία υπέρ του δημοσίου τομέα στηρίζεται στην υποχρέωση της πολιτείας για την παροχή κοινωνικών αγαθών (π.χ δωρεάν πρόσβαση στην υγεία), αλλά και στο αμαρτωλό παρελθόν του ιδιωτικού τομέα στη χώρα μας. Μη ξεχνάμε το πλήθος των ιδιωτικών, προβληματικών επιχειρήσεων με ζάπλουτους, όμως, επιχειρηματίες, οι οποίες τέθηκαν υπό δημόσιο έλεγχο την δεκαετία του 1980 (κοινωνικοποιήσεις), προκειμένου να αποφευχθεί η δημιουργία ενός έντονου κοινωνικού προβλήματος, αν έβγαιναν στην ανεργία οι εργαζόμενοι σε αυτές τις επιχειρήσεις.

        Η επιχειρηματολογία υπέρ του ιδιωτικού τομέα έχει να κάνει κύρια με την δικαιολογημένη αγανάκτηση μέρους των πολιτών για την γραφειοκρατία, τη χρησιμοποίηση του δημόσιου τομέα για εξυπηρέτηση των πελατειακών σχέσεων της εκάστοτε κυβέρνησης και τέλος με τις σπατάλες λόγω της κακοδιαχείρισης, ως απόρροια της αναξιοκρατίας και των κρουσμάτων της διαφθοράς που οδήγησαν σε ζημιές και μεγάλα ελλείμματα.

         Εμείς υποστηρίζουμε ότι στην οικονομία δεν υπάρχει «άσπρο – μαύρο». Συνεπώς, ο προβληματισμός «δημόσιος» ή «ιδιωτικός» τομέας είναι ψευδοπροβληματισμός. Έχουμε αναφέρει και σε προγενέστερα άρθρα μας ότι την οικονομία την απασχολούν οι ζητούμενες ισορροπίες ανάμεσα στα μεγέθη, που θα δώσουν το επιθυμητό αποτέλεσμα και όχι το όνομα του ιδιοκτήτη  της όποιας δραστηριότητας (π.χ όταν τα έσοδα είναι μεγαλύτερα από τα  έξοδα το αποτέλεσμα είναι το κέρδος). Είναι σα να ρωτάμε έναν μηχανικό για ποιο λόγο χαρακτήρισε ένα κτήριο στατικά προβληματικό και αυτός αντί να αναφερθεί σε συγκεκριμένες φθορές ή κακοτεχνίες (π.χ.κολόνες), να απαντήσει επειδή ο ιδιοκτήτης του λέγεται π.χ Διονύσης, ενώ αν λεγόταν Γιάννης τα στατικά του θα ήταν εντάξει. Αυτά είναι αστειότητες και δεν έχουν καμία επιστημονική βάση. Αν, τέλος πάντων, ο διαχειριστής αποδειχτεί ακατάλληλος, απλά, απομακρύνεται, ενώ αν αποδειχτεί κλέφτης, μπαίνει φυλακή. Ο Έλληνας νομοθέτης, αντικειμενικά, υπήρξε σοφός. Είχε προνοήσει άριστα και μάλιστα με ιδιαίτερη, δημοκρατική ευαισθησία, θέματα πειθαρχικής φύσης στον Δημόσιο τομέα. Ένα μεγάλο πλέγμα, όμως, πελατειακών σχέσεων, που ξεκινούσε από τα  υπουργεία και κατέληγε στους τοπικούς παράγοντες (βουλευτικά γραφεία, όργανα τοπικής Αυτοδιοίκησης, έως συνδικαλιστές και ελεγκτικά όργανα), προνοούσε κι αυτό για την ατιμωρησία και έτσι οι υπεύθυνοι των νοσηρών φαινομένων έπεφταν πάντα στα μαλακά, συνεχίζοντας την καριέρα τους, με αποτέλεσμα η νοσηρότητα να αυξάνεται αλματωδώς, ιδιαίτερα στα υψηλά κλιμάκια της Διοίκησης. Μόνο που αυτή η νοσηρότητα δημιουργήθηκε και θέριεψε στις ημέρες που μας κυβερνούσαν τα δύο κόμματα της συγκυβέρνησης, που τώρα βάλθηκαν να μας «σώσουν», είτε το θέλουμε είτε όχι. Τέλος και για να επανέλθουμε στο οικονομικό κομμάτι της υπόθεσης, η οικονομική προσέγγιση ενδιαφέρεται για τη διαχείριση των πόρων (ανθρώπινων και υλικών), των υποχρεώσεων καθώς και των δικαιωμάτων που έχει η όποια δραστηριότητα, ώστε να επιτευχθούν οι ισορροπίες εκείνες που θα οδηγήσουν στην ικανοποίηση των επιχειρησιακών στόχων της δραστηριότητας.  Κατά συνέπεια, όποιος υπερθεματίζει υπέρ του ενός, κατηγορώντας αντίστοιχα τον άλλον  τομέα, διαπράττει ακριβώς το ίδιο λάθος, για αυτόν που σκέπτεται με οικονομικά κριτήρια.  Άλλωστε, είναι πασιφανές ότι όλοι αυτοί που κόπτονται  για τον ιδιωτικό τομέα και τις αποκρατικοποιήσεις είναι τουλάχιστον «επιλεκτικοί», αφού δε δείχνουν να συγκινούνται στο ελάχιστο για τους μικρομεσαίους, ελεύθερους επαγγελματίες και βιοτέχνες που παλεύουν να επιβιώσουν σε μια  αγορά που υφίσταται συνεχή καθίζηση. Μια καθίζηση που προκαλεί συνειδητά η κυβερνητική πολιτική, εφόσον προάγει πολιτικές που εντείνουν την ύφεση.

          Όμως, οι νεοφιλελεύθερες απόψεις του «λιγότερου κράτους» και των περικοπών στους μισθούς δημιουργούν σοβαρά προβλήματα στην αγορά. Το «λιγότερο κράτος» είναι σύμφυτο με τις ιδιωτικοποιήσεις στον ευρύτερο δημόσιο τομέα και απολύσεις, κάτι που δημιουργεί ολέθριες επιπτώσεις στην αγορά. Αλλά και οι αναθέσεις σε ιδιώτες τμημάτων υπηρεσιών του δημοσίου, δημιουργεί τη νέα γενιά κρατικοδίαιτων επιχειρήσεων, ότι χειρότερο για την αγορά, ενώ γενικά, οι απολύσεις και οι περικοπές εντείνουν την ύφεση. Ωστόσο, αν τελικά δεχτούμε ότι πρέπει να μειωθεί ακόμη περισσότερο ο μισθός των  δημόσιων  υπαλλήλων ή και να απολυθούν ακόμη κάποιοι, ώστε να «εξοικονομήσει» χρήματα το δημόσιο, μπαίνει ένα κρίσιμο ερώτημα. Γιατί μια τέτοια πολιτική δε συνοδεύεται αν όχι από αυξήσεις, τουλάχιστον σταθερότητα στα μισθολόγια των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα και κάποιες άλλες πολιτικές αναβάθμισης του αγροτικού εισοδήματος, ώστε οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα και οι αγρότες να καταφέρουν να αντισταθμίσουν τις απώλειες στην αγορά, που επιφέρει η μείωση της αγοραστικής δύναμης των μισθωτών και συνταξιούχων του δημοσίου, μετά τις περικοπές ή τις απολύσεις; Γιατί, αντίθετα, υποχρεώθηκαν οι εργοδότες να μειώσουν μισθούς, ακόμη και όσοι από αυτούς δεν είχαν ως πρώτο μέλημα, στον επιχειρηματικό σχεδιασμό τους, την μείωση των μισθών των υπαλλήλων τους; Ποία είναι η θέση του Έλληνα αγρότη ειδικά σήμερα;            Στόχος της νεοφιλελεύθερης πολιτικής δεν είναι οι μισθωτοί όπως συνηθίζουμε να λέμε. Στόχος είναι η εξαφάνιση της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας, η διάλυση των τοπικών αγορών δηλαδή, με ό,τι αυτό σημαίνει για την ντόπια παραγωγή και συνακόλουθα η υποδούλωση των κοινωνιών στα παραρτήματα των μεγάλων εθνικών και πολυεθνικών αλυσίδων. Οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι αποτελούν τα καταλληλότερα εργαλεία γι αυτό το σκοπό, εφόσον οι απολύσεις και η συμπίεση  των απολαβών τους προς τα κάτω είναι ο αποτελεσματικότερος τρόπος για να εξοντωθούν οι τοπικές αγορές.

Τέλος, και με δεδομένα την ιδιωτικοποίηση της ΑΤΕ και σε λίγο του  Ταχυδρομικού  Ταμιευτηρίου, όπως άλλωστε έχει εξαγγελθεί, προκύπτει ένα εύλογο ερώτημα: Όταν ο κίνδυνος  κατάρρευσης της Ευρωζώνης είναι υπαρκτός, ανεξάρτητα από το ποια θα είναι η Ελληνική πορεία, αναρωτιέται κανείς προς τι η πρεμούρα αποκρατικοποίησης των τραπεζών, πέραν βέβαια του οικονομικού σκανδάλου που ενέχεται στην περίπτωση της ΑΤΕ. Γιατί η σημερινή κυβέρνηση «καίει» ένα χαρτί που θα της ήταν ιδιαίτερα χρήσιμο στην περίπτωση επιβεβαίωσης ενός πολύ πιθανού σεναρίου, όπως αυτό της κατάρρευσης της Ευρωζώνης και επιστροφής σε εθνικό νόμισμα των χωρών μελών της; Πώς  μια κυβέρνηση θα παρέμβει στην αγορά του χρήματος, σε μια τέτοια περίπτωση, πώς θα ασκήσει οικονομική πολιτική δηλαδή, αν το τραπεζικό σύστημα της χώρας είναι ιδιωτικοποιημένο; Είμαστε πιο καπιταλιστές εμείς από τους ευρωπαίους εταίρους μας και δανειστές μας, οι οποίοι έχουν δημόσιες τράπεζες στις χώρες τους;  Στο κάτω – κάτω, αν η σημερινή κυβέρνηση θέλει να είναι συνεπής με τις μονεταριστικές αντιλήψεις της, θα μπορούσε να ξεκινήσει τις ιδιωτικοποιήσεις από άλλες δημόσιες υπηρεσίες και οργανισμούς.

         Μέχρι εδώ επιχειρήσαμε να καταρρίψουμε τον μύθο ενός δίπολου που παρουσιάζεται ακόμη στις μέρες μας ως το ιδεολογικό περιτύλιγμα και άλλοθι μιας  αλλοπρόσαλλης και κοινωνικά ανάλγητης πολιτικής. Για να τελειώνουμε άπαξ με αυτά τα παραμύθια, θα θυμίσουμε στους αναγνώστες ότι οι χώρες της Δυτικής Ευρώπης την εποχή που γνώριζαν τους υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξής τους, είχαν χαρακτηριστικό γνώρισμα έναν ιδιαίτερα εύρωστο ιδιωτικό τομέα και παράλληλα, ένα ουσιαστικό κράτος πρόνοιας (π.χ χρυσός αιώνας κοινωνικής ασφάλισης στη μεταπολεμική Αγγλία).  Αυτό που κρύβουν επιμελώς οι θιασώτες του ξεπουλήματος (επιμένουμε ότι δεν τους καίγεται καρφί για την επιχειρηματικότητα), είναι ότι η πλήρης ανάπτυξη του κράτους πρόνοιας δεν αποτελεί μια θυσία πόρων για ανθρωπιστικούς λόγους. Αντίθετα, πρόκειται για την πιο ζωτική επένδυση που κάνει μια χώρα και αφορά εκτός από το παρόν, κύρια το μέλλον της. Κανένας τομέας δεν μπορεί να ευημερήσει και καμία ανάπτυξη δεν μπορεί να προσδοκά κανείς στα σοβαρά, αν δεν υπάρχει απρόσκοπτη πρόσβαση μιας κοινωνίας σε αναβαθμισμένες ποιοτικά υπηρεσίες υγείας και παιδείας. Όλα αυτά νομπελίστες, αστοί οικονομολόγοι τα είπαν με μια φράση «επένδυση στο κοινωνικό κεφάλαιο», θεωρούσαν  μάλιστα ότι πρόκειται για την πιο κρίσιμη επένδυση μιας χώρας.

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.