Η ευρωπαϊκή Αριστερά να μην εγκαταλείψει το δικό της σχέδιο
Αρθρο του Παύλου Κλαυδιανού
ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΗΝ ΠΙΘΑΝΟΤΗΤΑ ΚΑΤΑΡΡΕΥΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΖΩΝΗΣ
Πολλά πράγματα κλονίζονται σήμερα στην Ευρώπη και «ακόμη μια φορά χτυπάει γενικός συναγερμός», όπως εύστοχα σημειώνει ο Ετιέν Μπαλιμπάρ σε πρόσφατο άρθρο του (ολόκληρο στη σελίδα 11). Νέες πολιτικές δυνάμεις εμφανίζονται, ενώ οι παλιές βρίσκονται σε αναταραχή, καταρρέουν ή μετατοπίζονται από παλαιότερους προσανατολισμούς και διαφοροποιούν τις συμμαχίες τους. Στα ευρύτερα κοινωνικά στρώματα, στους πολίτες, εμπεδώνεται η πεποίθηση ότι η ΕΕ δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τα προβλήματα που προέκυψαν ούτε ομονοεί ως προς τις αιτίες που τα προκάλεσαν, ενώ η ηγεσία της επιβάλλει αδιέξοδη και ταξικά μεροληπτική πολιτική.
Η ευρωπαϊκή Αριστερά, και ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν μπορούν να μείνουν έξω από αυτό το νοσηρό γίγνεσθαι. Ούτε να βγουν αλώβητα απ’ αυτή την αναταραχή. Η βασική πίεση που δέχονται, εν τω μεταξύ, είναι από τα δεξιά όχι από τ’ αριστερά. Διατρέχουν τον κίνδυνο να εγκαταλείψουν το δικό τους σχέδιο για την Ευρώπη, συγκροτώντας ένα άλλο από τα δομικά υλικά του άλλου. Σχέδιο που θα απομακρύνεται από τις ιστορικές παραμέτρους του ζητήματος και θα επηρεάζεται αποφασιστικά από τα, πολύ σοβαρά ασφαλώς, ζητήματα της τωρινής μακράς συγκυρίας.
Σε πλεονεκτικότερη θέση, τώρα, η αριστερά
Εντούτοις, η αριστερά βρίσκεται σε πλεονεκτικότερη θέση από παλαιότερα για τρεις, τουλάχιστον, λόγους. Πρώτον, διότι η θεωρητική θεμελίωση της πολιτικής που ασκείται έχει καταρρεύσει. Δεύτερον, διότι τα αποτελέσματά της είναι τραγικά και αυτό εξεγείρει τον κόσμο. Έτσι, και είναι σπουδαίο, αχρηστεύει σε εξαιρετικά σύντομο χρόνο τους συσχετισμούς που προκύπτουν κάθε φορά από εκλογές. Τρίτον, διότι υπάρχουν πια υπολογίσιμες αριστερές δυνάμεις που λειτουργούν ως πόλοι που συσπειρώνουν τα ριζοσπαστικοποιούμενα στρώματα, απειλούν βάσιμα το σύστημα.
Αν, όμως, αυτή η πλεονεκτικότερη θέση κάνει την ευρωπαϊκή αριστερά πιο ικανή να επηρεάσει τις εξελίξεις θα κριθεί και από τις προτάσεις της, το σχέδιό της εξόδου από την κρίση και επαναθεμελίωσης της ΕΕ. Το οποίο σχέδιο θα δέχεται καθημερινά και όλη την πίεση της υπάρχουσας ρευστότητας και αντιφατικότητας, δεν είναι «θωρακισμένο». Γι’ αυτό τα σχέδια συχνά διαφέρουν και οδηγούν ακόμη και σε μεγάλες διαφωνίες.
Στο προηγούμενο φύλλο της «Εποχής» γράψαμε άρθρα κριτικής για τις θέσεις του ΑΚΕΛ περί εξόδου από την ευρωζώνη με «συμπεφωνημένο σχέδιο» και την πρόταση Λαφοντέν για διάλυση της ευρωζώνης και επιστροφή στο ECU. O διάλογος είναι απαραίτητο να συνεχιστεί, ιδιαίτερα σε μας εδώ στην Ελλάδα, διότι η σύγχυση, οι πρόχειρες απαντήσεις σε εξαιρετικά σύνθετα προβλήματα, όπως η θέση της χώρας στην ευρωζώνη και την ΕΕ, μπορεί να κρίνουν την πορεία του ΣΥΡΙΖΑ προς την κυβερνητική εξουσία.
Αφετηριακά σημεία
Τέσσερα σημεία, νομίζω, μπορεί να είναι κάποιες αφετηρίες από τις οποίες πρέπει να ξεκινήσουμε για να ορίσουμε μια, κατά το δυνατό, ορθή γραμμή πλεύσης. Πρώτον, ότι η ευρωπαϊκή Αριστερά, ιδίως στο Νότο, έχει αυξημένες δυνατότητες παρέμβασης, είναι ορατός, πραγματικός αντίπαλος για τις δυνάμεις του συστήματος. Το ενδεχόμενο να σπάσει η αλυσίδα και σε μια χώρα να γίνει κυβέρνηση αντίπαλη της πολιτικής λιτότητας, δεν είναι καθόλου απίθανο. Αυτή η «χώρα αντάρτης», λόγω της εκρηκτικής κατάστασης που επικρατεί στις όμορες χώρες, μπορεί να επιφέρει ανατροπές, να επιταχύνει τις εξελίξεις, να αποδομήσει τους συστημικούς μηχανισμούς, να αποδεσμεύσει χρήσιμες, ιδίως κοινωνικές, δυνάμεις. Η αίγλη που έχει διεθνώς ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλεται ακριβώς διότι ενισχύει αυτή την προοπτική.
Δεύτερο αφετηριακό σημείο, όπου συμπίπτουν πάρα πολλοί, είναι η κατάσταση στην ευρωζώνη. Η ευρωζώνη –στο έδαφος των δομικών προβλημάτων της– εξαιτίας της πολιτικής που επιβάλει η Γερμανία και ακολουθούν οι εταίροι της, είναι στα πρόθυρα έκρηξης, κατάρρευσης. Ο χειρισμός της Κύπρου όξυνε την κατάσταση. Απέδειξε ότι η Γερμανία δεν αναζητά λύση εξόδου αλλά, ακόμη και με επικίνδυνα μέτρα για την ευστάθεια της ίδιας της ευρωζώνης, επιθυμεί να κερδίσει χρόνο και οφέλη από τη διαχείριση της κρίσης. Οι χώρες που υλοποιούν «σχέδια διάσωσης» είναι αδύνατο να μην αντιδράσουν, κάποια στιγμή, όποια κυβέρνηση και αν έχουν, καθώς τα κινήματα αναπτύσσονται, οι πληθυσμοί αντιδρούν. Επίκειται, λοιπόν, πολύ πιθανό αδιέξοδο κατάρρευσή της.
Τρίτον, η πιθανή κατάρρευση της ευρωζώνης, εν μέσω σύγκρουσης και οικονομικού πολέμου, προσδιορίζει σε μεγάλο βαθμό και το τι θα επακολουθήσει. Δηλαδή, δεν θα οδηγήσει ομαλά σε ένα νέο καθεστώς συνεννόησης, συντονισμού ως συνέπεια της κοινής διαπίστωσης ότι δεν δουλεύει η ευρωζώνη και άρα καλό θα είναι να εγκαταλειφθεί η διαδικασία ενοποίησης υπέρ της εμβάθυνσης της συνεργασίας. Δεν φαίνεται να γίνεται έτσι κι αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό για χώρες όπως η Ελλάδα.
Τέταρτον, η υπόθεση της ενοποίησης της Ευρώπης έχει σπουδαία ιστορική διάσταση, που συνδέεται με το μέλλον της και την οποία η Αριστερά δεν μπορεί επουδενί να ξεχνά ή να υποτιμά. Το σημειώνει, πχ, και ο Μελανσόν όταν λέει ότι είναι ανήσυχος διότι η Ευρώπη «δεν ξέρει να διαχειριστεί τις κρίσεις της, χωρίς προσφυγή σε πολέμους».
Υπάρχουν προφανώς και άλλα ζητήματα που πρέπει να συνυπολογίσει κανείς, όπως η απειλή ενός πολέμου μεταξύ χωρών με όπλο το μισθό, την ασφάλιση, τα δικαιώματα, τα στάνταρ για το περιβάλλον, τελικά το βιοτικό επίπεδο και την ποιότητα ζωής των ανθρώπων.
Από τα αφετηριακά αυτά σημεία, που καταγράφουν δυνατότητες και κινδύνους, αυτό που συνάγεται είναι ότι η ευρωπαϊκή Αριστερά μπορεί και οφείλει να εργαστεί με βάση το δικό της σχέδιο, που είναι η ήττα της λιτότητας και η ανατροπή του θεσμικού πλαισίου αυτής της ευρωζώνης –η ευρωπαϊκή αριστερά τότε καταψήφισε τις σχετικές αποφάσεις– και η επαναθεμελίωση μιας άλλης. Συνάγεται ακόμη ότι εάν, κάτι που είναι πιθανό πλέον, καταρρεύσει παρά ταύτα η ευρωζώνη, θα είναι πιο εύκολο ζήτημα η τοποθέτηση μιας χώρας όπως η Ελλάδα. Ισχύει και για τον ΣΥΡΙΖΑ, ιδίως αν είναι στην κυβέρνηση. Τότε πολλά μπορεί να προκύψουν: νέες νομισματικές ομάδες χωρών και σε κάποια να μπει και η Ελλάδα, νέα μορφή κοινής νομισματικής ζώνης όπως αυτή που υποστηρίζει ο Λαφοντέν, ή άλλη μορφή νομισματικής συνεργασίας κτλ. Η Αριστερά δεν πρέπει από την αρχή, πάντως, να πάρει την ιστορική ευθύνη και να εγκαταλείψει το δικό της σχέδιο.
Περί εξόδου
Η συζήτηση για το ευρώ από την αρχή είχε σοβαρές απλοποιήσεις από την πλευρά των υποστηρικτών της εξόδου. Μερικές τις ανέφερα ήδη. Ουδέποτε μας είπαν, ωστόσο, αν αυτά που τους αποδίδονται έχουν βάση και πώς απαντούν. Σιωπηρώς, μόνο, διόρθωσαν ένα σημείο καίριας σημασίας, όσον αφορά τις επιπτώσεις της εξόδου υποστηρίζοντας πλέον τη «συμπεφωνημένη έξοδο». Αυτή, όμως, η διόρθωση είναι επίσης λάθος διότι αφενός προϋποθέτει την εκτίμηση ότι υπάρχει έδαφος διαπραγμάτευσης με την τρόικα και αφετέρου ότι το «συμπεφωνημένη» οδηγεί στην αποδοχή μνημονίου, ίσως και σκληρότερου.
Αναπάντητο μένει, ακόμη, το μείζον ζήτημα των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων που θα διαχειριστούν την έξοδο, άρα και το ποιος θα κληθεί – στρώματα και τάξεις – να καταβάλλει το κόστος (πολύ ενδιαφέρον, ως προς αυτό, είναι το άρθρο του καθηγητή Γ. Σταμάτη στην Εφημερίδα των Συντακτών το Μ. Σάββατο). Αναλαμβάνουμε την ευθύνη να κάνουμε εμείς τις προτάσεις και να διαχειριστούν την έξοδο οι δεξιές δυνάμεις; Πόσο φιλολαϊκό, κρίνοντας απ’ το αποτέλεσμα, θα είναι αυτό; Και ακόμη, στην περίπτωση που υπάρχει κυβέρνηση της Αριστεράς δεν θα υποχρεωθεί, εφόσον ο δρόμος θα είναι εθνικός, να συμμαχήσει με τμήματα της εθνικής αστικής τάξης; Σε τι έδαφος θα γίνει αυτό και με τι ανταλλάγματα; Δεν θα είναι αυτά, ταυτόχρονα, βάρη για τους μισθωτούς;
Οι εξελίξεις στην Κύπρο, από μια άποψη, εμπλούτισαν τα όπλα διαπραγμάτευσης και τα εργαλεία επιβίωσης μέσα στην ευρωζώνη με δικές σου δυνάμεις χωρίς μνημόνιο και δανειακή σύμβαση. Δηλαδή, εσύ να μπορείς να ασκείς πίεση μέσω της μη πληρωμής, της στάσης πληρωμών όπου θα οδηγηθείς. Αυτό που μάθαμε από τις συστημικές δυνάμεις στην περίπτωση της Κύπρου είναι ότι μπορείς να χρησιμοποιείς σχεδόν τα πάντα ως αμυντικά όπλα: αναγκαστικό δανεισμό, περιορισμό κίνησης κεφαλαίων, αναδιάρθρωση φορολογίας, προείσπραξη φόρων κτλ. Ακόμη και το όπλο της κυκλοφορίας οιονεί χρήματος ή τυπώματος χαρτονομίσματος είναι δυνατό να αξιοποιηθεί, αν χρειαστεί. Και όλα αυτά είτε διότι εκτιμάς ότι νέοι διέξοδοι και συσχετισμοί μπορεί να προκύψουν στην ευρωζώνη, ως προς τη μορφή του νομισματικού δεσμού των μελών της, είτε διότι προετοιμάζεις με τους δικούς σου όρους τη ζωή εκτός ευρώ, εφόσον γνωρίζουμε ότι η πολιτική της διαπραγμάτευσης και της σύγκρουσης εμπεριέχει αυτό το ρίσκο.
Η συζήτηση δεν μπορεί να παρακάμψει, εφόσον αυτό που τελικά μας ενδιαφέρει είναι ο σοσιαλισμός, και ένα γνωστό από παλιά ζήτημα. Ποια και πόσα βήματα μπορούν να γίνουν στην πραγματικότητα της πολλαπλά θωρακισμένης παγκοσμιοποίησης, παίρνοντας την εξουσία «σε μια μόνο χώρα»; Μπορεί, μια και επιλέγονται εθνικοί δρόμοι και εθνικές λύσεις, να γίνει ως και σοσιαλισμός; Ένα ερώτημα που κυρίως οι σύντροφοι που είναι αναφανδόν υπέρ της λύσης εξόδου από το ευρώ πρέπει να απαντήσουν.
Το ΚΚΕ έχει πολύ πιο ορθολογική απάντηση. Εκτιμά καταρχάς ότι η έξοδος και μόνο από το ευρώ θα είναι καταστροφική για τους εργαζόμενους και τους φτωχούς γι’ αυτό και δεν την προτείνει. Τη θέση αυτή επανέλαβε την προηγούμενη Κυριακή σε συνέντευξή του (Αγγελιοφόρος) ο νέος γραμματέας Δημ. Κουτσούμπας. Υποστηρίζει όχι την έξοδο από το την ευρωζώνη αλλά από την ΕΕ, όταν τεθεί και λυθεί το ζήτημα της εξουσίας του λαού. Είναι άλλο θέμα ότι αυτό του στερεί οποιαδήποτε παρέμβαση, σ’ αυτό το ζήτημα, ως τότε.
Ανακάλυψε περισσότερα από ΣΥΡΙΖA - Προοδευτική Συμμαχία - ΝΕ Ζακύνθου
Εγγραφείτε για να λαμβάνετε τις τελευταίες αναρτήσεις στο email σας.



