«Η υπεράσπιση της κοινωνίας την εποχή των μνημονίων» , Αφιερωμα στο γιορτασμό της 1ης Μάη 2013 στη Ζάκυνθο


DSCN0449

Αφιερωμένη στο γιορτασμό της 1ης Μάη, σε αυτά που θα γίνουν και αυτά που δεν θα γίνουν – ενώ θα έπρεπε- είναι η αναφορά σε μιά σημαντική εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στις 5 Απρίλη στο Μουσικό Γυμνάσιο με θέμα η υπεράσπιση της κοινωνίας την εποχή των μνημονίων.

Η εκδήλωση οργανώθηκε απο το συντονιστικό των συλλόγων και σωματείων δημόσιου και ιδιωτικου τομέα με ομιλήτές τον συνταγματολόγο Γιώργο Κατρουγκαλο, την Βάλια Αρανίτου Λέκτορα Πολιτικής και Ιστορικής Κοινωνιολογίας και τον Απόστολο Καψάλη, Νομικό , Επιστημονικό Συνεργάτη του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ.

Να σημειώσουμε ιδιαίτερα ότι η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε σε ένα τριήμερο πυκνών εξελίξεων στο νησί και συνδέθηκε πολλαπλά με τις αντιφασιστικές δράσεις για την αποδοκιμασία της εγκληματικής νεοναζιστικής Χ Α και των δήθεν φιλανθρωπικών της δράσεων.

Ο ιστόποπος του Συριζα Ζακυνθου παρακολουθεί και παρουζει με ιδιαίτερη προσοχή τις τοπικές δράσεις των σωματείων και των κοινωνικών φορέων της Ζακυνθου. Ετσι λοιπόν απευθυνθηκαμε στους ομιλητές της εκδήλωσης και τους ζητήσαμε να μας στείλουν ενα κείμενο σχετικό με την εισήγηση τους στην εκδήλωση.

Τα οποία και δημοσιευουμε μαζυ με φωτογραφίες απο την εκδήλωση.

Το σλάιντ απαιτεί την χρήση JavaScript.

  • Κρίση και Διέξοδος

DSCN0458Του Γιώργου Κατρούγκαλου, καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου

Η κρίση

Κάθε μέρα που περνά γίνεται φανερό πια σε όλους ότι το φάρμακο του μνημονίου είναι πιο θανατηφόρο από την ασθένεια της κρίσης. Για αυτό το λόγο και οι αυτουργοί των πολιτικών αυτών προσπαθούν, πάση θυσία, αφενός να θωρακίσουν νομικά τις επιλογές τους και αφετέρου να εξασφαλίσουν αμνηστία για τον εαυτό τους. Δύο μόνο παραδείγματα: Ως γνωστό, έχουν υπογραφεί –χωρίς καμιά ποτέ τους να κυρωθεί- ήδη τρεις δανειακές συμβάσεις με τους δανειστές μας, μία για κάθε μνημόνιο. Η πρόβλεψη ότι οι δανειακές αυτές συμβάσεις θα ισχύουν από την υπογραφή τους, χωρίς κύρωση από την Βουλή, παραβιάζει τα άρθρα 28 παρ. 2 και 36 παρ. 2 του Συντάγματος, καθώς και το διεθνές δίκαιο.
Είναι, επίσης, γνωστό ότι και οι τρεις συμβάσεις περιλαμβάνουν ρήτρα παραίτησης από την ασυλία της εθνικής κυριαρχίας. Η πρόβλεψη αυτή, που δεν έχει προηγούμενο στη συνταγματική μας ιστορία, συνιστά de facto εκχώρηση της εξωτερικής οικονομικής κυριαρχίας κατά κατάφωρη παραβίαση της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας
Δεν είναι, αντιθέτως, ιδιαίτερα γνωστό ότι οι συμβάσεις αυτές έχουν και διαφορές, πάντα προς το χειρότερο. Για παράδειγμα, η δεύτερη σύμβαση περιλαμβάνει ακόμη πιο δρακόντειες διατάξεις και από την πρώτη ως προς τις δυνατότητες ευθείας επέμβασης των δανειστών στα εσωτερικά της χώρας μας. Εντελώς ενδεικτικά, αυτή δεν επαναλαμβάνει απλώς, όπως και η πρώτη και η παρούσα, τη ρήτρα παραίτησης από τις ασυλίες της εθνικής κυριαρχίας και την απαγόρευση κάθε μελλοντικής αναδιάρθρωσης του χρέους με όρους που να συμφέρουν τη χώρα μας, αλλά προβλέπει και ρητές «υποχρεώσεις για επιθεωρήσεις, πρόληψη απάτης και ελέγχους».
Με την προκλητική αυτή διατύπωση, για να προφυλαχθούν οι εταίροι μας από «απάτη» σε βάρος τους από το ελληνικό δημόσιο, θα πρέπει να ανεχόμαστε την άμεση παρέμβαση γκαουλάιτερ που θα έχουν πρόσβαση (στην πραγματικότητα έλεγχο, καθοδήγηση και εντολή) σε κάθε πτυχή άσκησης δημόσιας εξουσίας στον τόπο μας. (Το πιο ωραίο είναι ότι, επειδή έχουν αντιληφθεί την πλήρη νομική αβασιμότητα και επισφάλεια των γνωμοδοτήσεων του Νομικού Συμβουλίου που ζητούν και λαμβάνουν υπέρ της συνταγματικότητας των τερατωδιών αυτών, ως αναπόσπαστο τμήμα των συμβάσεων, έχουν περιλάβει όρο κατά τον οποίο εάν αυτές αποδειχθούν ανακριβείς και η σύμβαση αντισυνταγματική, αυτό θα συνιστά απάτη σε βάρος τους εκ μέρους της Ελλάδας!
Οι εγχώριοι εφαρμοστές αυτών των πολιτικών, δεν στερούνται εφευρετικότητας: Με το άρθρο 3 του νόμου 4046/2012 επεδίωξαν να απαλλάξουν εκ προοιμίου τα στελέχη της Τράπεζας της Ελλάδος που θα εμπλέκονταν στην εφαρμογή του δεύτερου μνημονίου και του διαβόητου PSI, επί λέξει, από «κάθε ευθύνη, ποινική, αστική, διοικητική ή άλλη» (λες και υπάρχει και άλλη ευθύνη, πέραν της ποινικής, αστικής και διοικητικής!) Η διάταξη αυτή είναι πρωτοφανής από πολλές απόψεις. Πρώτα πρώτα δεν είναι συμβατή με την αρχή του κράτους δικαίου η εκ των προτέρων απαλλαγή από κάθε ευθύνη για μελλοντικές πράξεις. Δεύτερον, συνιστά ουσιαστικά ομολογία ότι ήταν σε γνώση του νομοθέτη ότι επίκειται η διενέργεια εγκλήματος, και αντί για την πρόληψη ή την τιμωρία, επιδιώκεται η ατιμωρησία!
Οι συνεργοί του εγκλήματος, όμως, δεν πρέπει να κοιμούνται ήσυχοι. Όπου υπάρξουν ποινικές και αστικές ευθύνες αυτές θα αναζητηθούν και θα καταλογισθούν. Παρόμοιες αντισυνταγματικές ρυθμίσεις δεν θα τους προστατέψουν. Για παράδειγμα, το άρθρο 256 του Ποινικού Κώδικα (Απιστία σχετική με την υπηρεσία) ρητά ορίζει ότι διαπράττει κακούργημα όποιος ελαττώνει εν γνώσει του τη δημόσια περιουσία, της οποίας η διαχείριση του είναι εμπιστευμένη. Και, φυσικά, το δημόσιο θα έχει απαίτηση να αποζημιωθεί για την ζημία που θα υποστεί και από την προσωπική περιουσία των υπευθύνων, για παράδειγμα όσων θα συνεργήσουν για το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας με χαριστικούς ή αντισυνταγματικούς όρους. Προφανώς δεν αποτελεί παρηγοριά ότι αυτοί που θα στερήσουν, π.χ. με αντισυνταγματικές ιδιωτικοποιήσεις, τη χώρα από το νερό, τις επικοινωνίες και την ενέργεια θα χάσουν και οι ίδιοι το σπίτι τους, ως συνέπεια των ενεργειών τους. Θα είναι, όμως, μια ελάχιστη πράξη δικαιοσύνης.

Η διέξοδος: Νέο Σύνταγμα, πολιτικές που θα στηρίζονται στο λαϊκό κίνημα
Θα πρέπει να είναι φανερό ότι για τη νέα πορεία της χώρας δεν αρκεί η απεμπλοκή από τα δεσμά του μνημονίου. Απαιτείται ένα συνολικό πρόγραμμα οικονομικής και πολιτικής ανασυγκρότησης. Δεν θα μας ωφελήσει να μην πληρώνουμε τα δανεικά, εάν παράγουμε λιγότερα από όσα καταναλώνουμε. Και για να παράγουμε, χρειάζεται να μεταρρυθμίσουμε όχι μόνον την οικονομία, αλλά και τις διοικητικές δομές.
Ο μετασχηματισμός του κράτους δεν μπορεί να γίνει από τα πάνω μόνο, ως προϊόν κοινωνικής μηχανικής φωτισμένων ελίτ, έστω αριστερόστροφης έμπνευσης. Χρειάζεται άμεση λαϊκή συμμετοχή. Θα πρέπει από την πρώτη μέρα να προωθηθούν μορφές άμεσης δημοκρατίας, όπως τα τοπικά δημοψηφίσματα και προοπτικά, στο πλαίσιο συνταγματικής τομής, θεσμοί ανακλητότητας και λογοδοσίας όλων των εκλεγμένων οργάνων του κράτους.
Με άλλα λόγια, χρειάζεται ένα εντελώς νέο ξεκίνημα. Και για το λόγο αυτό, η νέα διακυβέρνηση θα πρέπει να αναγγείλει όχι απλώς την αναθεώρηση του Συντάγματος, αλλά ότι η επόμενη βουλή θα είναι Συντακτική. Θυμίζω ότι με ανάλογο τρόπο έγινε το πέρασμα από την Τέταρτη στη Πέμπτη Γαλλική Δημοκρατία, στο αποκορύφωμα της κρίσης της Αλγερίας, πολύ λιγότερο δραματικής από αυτή που δοκιμάζει η δική μας χώρα. Με το δημοψήφισμα του 1958, ο στρατηγός Ντε Γκωλ υπέβαλε στη λαική ετυμηγορία ένα εντελώς νέο Σύνταγμα, χωρίς να ακολουθήσει την διαδικασία που προέβλεπε το άρθρο 89 για την αναθεώρηση του Συντάγματος του 1946 .
Οι αγώνες για την απόκρουση των μνημονιακών πολιτικών, αναγκαστικά αμυντικοί στην αρχή και με στόχο την διαφύλαξη των κοινωνικών κατακτήσεων των προηγούμενων δεκαετιών, μπορεί να αποτελέσουν έναυσμα για βαθύτερες αλλαγές και ποιοτικά διαφορετικές αμφισβητήσεις του συστήματος και των αξιών του. Από εμάς (και τους άλλους ευρωπαϊκούς λαούς) εξαρτάται.

DSCN0456

  • Νεοφιλελεύθερος Μύθος: Εργατικό κόστος και ανταγωνιστικότητα, η κατάρρευση του μύθου

DSCN0468

Απόστολος Καψάλης

Ο μύθος

Εξαιρετικά διαδεδομένη είναι (και) στην χώρα μας η άποψη ότι το υψηλό εργατικό κόστος, έμμεσο και άμεσο, αποτελεί τροχοπέδη στην οικονομική ανάπτυξη και στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Αυτό, κατ’ αρχήν, υποστήριξε με έμφαση ο Υπουργός των Οικονομικών σε μια από τις πρόσφατες τηλεοπτικές συνεντεύξεις του στον κυβερνητικό δημοσιογράφο Πρετεντέρη.

Όμως, δεν είναι η πρώτη φορά που οι αποδοχές των μισθωτών και το εργατικό εισόδημα εν γένει κατηγορούνται για την αδυναμία επιβίωσης των επιχειρήσεων στο σύγχρονο δυσμενές οικονομικό περιβάλλον, συνεπώς για την αύξηση της ανεργίας που προκύπτει από το κλείσιμο των επιχειρήσεων και τις αναγκαστικές απολύσεις των ζημιογόνων εταιρειών.

Στα κείμενα πολλά κείμενα όπως η Πράσινη Βίβλος της ΕΕ για τον εκσυγχρονισμό της εργατικής νομοθεσίας το 2006 ή μνημόνιο το 2010, αλλά ακόμη και στην αιτιολογική έκθεση του πρόσφατου πολυνομοσχεδίου της Κατσέλη, οι ρυθμίσεις που αφορούν στις εργασιακές σχέσεις και κυρίως αυτές που αποσκοπούν στην μείωση του εργατικού κόστους στον ιδιωτικό και στον δημόσιο τομέα υιοθετούνται «με σκοπό την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας και την βελτίωση του ρυθμού ανάπτυξής της».

Στην πλέον πρόσφατη εκδοχή της η δικαιολόγηση του μύθου επιχειρείται από την τελευταία έκθεση της Credit Suisse, η οποία καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι μισθοί στην Ελλάδα, την Ιρλανδία και την Ισπανία χρειάζεται να μειωθούν από 8% έως 10% τα επόμενα πέντε χρόνια για να μπορέσουν οι οικονομίες τους να είναι 5% πιο ανταγωνιστικές έναντι της Γερμανίας από ό,τι ήταν 10 χρόνια πριν.

Η κατάρρευση του μύθου

Κατ’ αρχήν, θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι η ανταγωνιστικότητα εξαρτάται από πολλούς παράγοντες μεταξύ των οποίων είναι και οι μισθοί. Μάλιστα οι μισθοί επηρεάζουν άμεσα μόνον μια πλευρά της ανταγωνιστικότητας που είναι η ανταγωνιστικότητα κόστους.

Άλλωστε, ο μύθος του υψηλού εργασιακού κόστους καταρρίπτεται πανηγυρικά στην περίπτωση της Ελλάδας. Πρώτον, γιατί το κόστος εργασίας στην Ελλάδα ήταν εξαιρετικά χαμηλό συγκρινόμενο αναλογικά με το αντίστοιχο πολλών άλλων χωρών στην Ευρωπαϊκή Ένωση και υψηλότερο μόνον από χώρες όπως η Κορέα, η Ταϊβάν και η Τσεχία.

Ωριαίο κόστος εργασίας στον κλάδο της μεταποίησης το 2008, βάση 100 = Γαλλία

κατάλογος

Δεύτερον, διότι το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, την περίοδο 1995-2009, αυξήθηκε κατά 1%, ενώ το επίπεδο ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας κατά την ίδια περίοδο επιδεινώθηκε κατά -26,8%. Επιπλέον, όπως προκύπτει από τα επίσημα στοιχεία της Ε.Ε. στην διάρκεια των ετών 2000-2009 το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στο σύνολο της ελληνικής οικονομίας, συγκειρνόμενο με το αντίστοιχο μέγεθος στις 35 βιομηχανικές χώρες, σε εθνικά νομίσματα, αυξήθηκε συνολικά κατά 2%. Αυτό σημαίνει ότι σχεδόν ολόκληρη η αύξηση του σταθμισμένου μοναδιαίου κόστους εργασίας σε δολάρια (18,7%) οφείλεται στις μεταβολές της ονομαστικής σταθμισμένης συναλλαγματικής ισοτιμίας δηλαδή στην ανατίμηση του ευρώ.

Έτσι, ο ισχυρισμός ότι η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας επιδεινώθηκε εξαιτίας των αυξήσεων των μισθών αποδεικνύεται παντελώς λανθασμένος[1].

Ειδικότερα, οι επιχειρήσεις στις οποίες το κόστος εργασίας μειώθηκε ή έμεινε σταθερό έχουν πάντοτε την επιλογή να αυξήσουν τα περιθώρια κέρδους αντί να βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητά τους. Σύμφωνα με την εμπειρική παρατήρηση οι μειώσεις του κόστους εργασίας του 2010 δεν μετατράπηκαν σε βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, αλλά σε αύξηση των περιθωρίων κέρδους (μέσω αυξήσεων στις τιμές). Μάλιστα, από την εξέταση των σχετικών στοιχείων κατά την διάρκεια της τελευταίας εικοσαετίας, διαπιστώνεται ότι φαινόμενο της διεύρυνσης των περιθωρίων κέρδους σε βάρος της ανταγωνιστικότητας, επαναλαμβάνεται στην Ελλάδα συστηματικά, όχι μόνο για μια χρονιά, αλλά για τις περισσότερες[2]

Το ίδιο έωλο είναι, αντίστοιχα, και το επιχείρημα ότι το δήθεν υψηλό εργασιακό κόστος αποτελεί τον κυριότερο παράγοντα για την προτίμηση των εργοδοτών στις ευέλικτες εργασιακές σχέσεις ή ακόμη και στην αδήλωτη απασχόληση. Εντούτοις, τα ποσοστά μερικής και προσωρινής απασχόλησης στην Ελλάδα διατηρήθηκαν πριν το μνημόνιο σε χαμηλά για τα ευρωπαϊκά δεδομένα επίπεδα, ενώ η περαιτέρω μείωση του εργασιακού κόστους μετά το μνημόνιο όχι μόνο δεν συνεπάγεται τον περιορισμό της ευελιξίας, αλλά αντιθέτως μια σημαντική υποχώρηση της κανονικής-πλήρους εργασίας.

Μάλιστα, όσο χαμηλότερο είναι το εργασιακό κόστος, όπως για παράδειγμα συμβαίνει με τους νέους και τους νεοεισερχόμενους στην αγορά εργασίας, τόσο υψηλότερα είναι τα ποσοστά ευέλικτων εργασιακών σχέσεων.

Η επίσημη ομολογία της κατάρρευσης του μύθου

Η παραδοχή περί την κατάρρευση της –κατά τα λοιπά- κυρίαρχης άποψης περί σύνδεσης της μείωσης των αποδοχών με την αύξηση της ανταγωνιστικότητας προέρχεται πολλές φορές από εκεί από όπου δεν προσδοκάται.

Για παράδειγμα στην Κύπρο, η Ομοσπονδία Εργοδοτών και Βιομηχάνων εξέδωσε πρόσφατα μια εμπεριστατωμένη έρευνα αναφορικά με την ανταγωνιστικότητα, στην οποία οι επιχειρήσεις μέλη της ΟΕΒ επισημαίνουν ως κυριότερα προβλήματα τα πάντα εκτός από το εργατικό κόστος κα με σειρά σοβαρότητα τα εξής: κόστος δανειοδότησης (επιτόκια), ρευστότητα, συνεργασία με κρατικές υπηρεσίες και το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας.

Αντίστοιχα ο Πρόεδρος του ΣΕΒ, Δημήτρης Δασκαλόπουλος, δηλώνει κατηγορηματικά, ήδη, πριν το μνημόνιο (Απρίλιος 2010) ότι «θέση μας, που εκφράζει, πλέον, όλους τους εργοδοτικούς φορείς τις χώρας, είναι ότι δεν χρειάζεται να υπάρξουν μειώσεις μισθών στον ιδιωτικό τομέα, αρκεί να γίνουν οι αναγκαίες διαρθρωτικές αλλαγές που θα απελευθερώσουν την επιχειρηματική δράση από την ασφυξία που θα της προκαλεί το κράτος. Η αύξηση της ανταγωνιστικότητας μπορεί να επιτευχθεί και χωρίς μείωση μισθών»[3].

Η πιο χαρακτηριστική, βέβαια, κατάρριψη του εν λόγω μύθου προέρχεται από την ίδια την Υπουργό Εργασίας, στο πολύκροτο άρθρο της στο Βήμα με τον «επίσημο» τίτλο «Αναζητώντας την χαμένη ανταγωνιστικότητα». Στο άρθρο αυτό η Υπουργός, αναφερόμενη, μάλιστα και σε συγκριτικά στοιχεία από έρευνες του ΟΟΣΑ, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι περικοπές μισθών στον ιδιωτικό τομέα, κακώς θεωρούνται από ορισμένους (!) αναλυτές ως το κατάλληλο φάρμακο για την αύξηση της ανταγωνιστικότητας.

Δεν είναι, όμως, αθώα αυτή η παραδοχή του αυταπόδεικτου. Εκτός από τους προφανείς λόγους αναγκαίου λαϊκισμού και θόλωσης των νερών για την επιβίωση της κυβερνητικής πολιτικής, η προσέγγιση αυτή στοχεύει στην δόμηση και μάλιστα με γοργούς ρυθμούς της δικαιολογητικής βάσης για την επίθεση σε άλλα κοινωνικά δικαιώματα των εργαζομένων.

Απαλλάσσοντας στην ουσία τους μισθούς των εργαζομένων στην Ελλάδα από τις κατηγορίες που τους αποδίδονται, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η χαμένη ανταγωνιστικότητα πρέπει να αναζητηθεί στην συρρίκνωση του μη –μισθολογικού κόστους εργασίας, το οποίο περιλαμβάνει το υψηλό φορολογικό βάρος και την επιβάρυνση των εργοδοτών από τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης. Προς επίρρωση του ισχυρισμού της ότι είναι υψηλό το συνολικό εργασιακό κόστος και όχι οι μισθοί αναφέρει ότι το μη μισθολογικό κόστος αντιπροσωπεύει το 41,5% του συνολικού εργατικού κόστους στην Ελλάδα.

κατάλογος

Πηγή: ΟΟΣΑ

Η αναζήτηση «νέων» μύθων

Επειδή προφανώς γίνονται κατανοητές οι υφεσιακές συνέπειες της συρρίκνωσης του εισοδήματος των εργατικών νοικοκυριών και επειδή η κατανάλωση εξακολουθεί να θεωρείται παράγοντας αύξησης της ζήτησης, αναζητούνται πλέον οι αναγκαίες δικαιολογητικές βάσεις για την απαλλαγή των εργοδοτών από τις εργοδοτικές κοινωνικό-ασφαλιστικές τους υποχρεώσεις. Η ίδια η Υπουργός στο άρθρο της αναφέρει σαν σημαντικές πρωτοβουλίες για την μείωση της ανεργίας την εξαγγελία των προγραμμάτων επιδότησης των εργοδοτικών εισφορών μέσω ΟΑΕΔ.

Εκτός από την προσπάθεια κατάρριψης και αυτού του μύθου αναφορικά με την θετική λειτουργία αυτών των προγραμμάτων κάλυψης του μη μισθολογικού κόστους απέναντι στην λαίλαπα της ανεργίας, είναι απαραίτητο να επισημανθεί ότι η οικεία επιδίωξη της κυβερνητικής πλευράς εντάσσεται στα πλαίσια του «νέου» εργασιακού προτύπου, στο οποίο η έμμεση κοινωνική αυτοχρηματοδότηση της απασχόλησης των ανέργων αποτελεί μια από τις βασικές παραμέτρους λειτουργίας της αγοράς εργασίας για το μέλλον.

[1] ΙΝΕ/ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ, Η ελληνική οικονομία και η απασχόληση, Ετήσια Έκθεση 2010.

[2] Ιωακείμογλου Ηλίας, Στος Καν: στην υπεράσπιση του κέρδους, εφημ. Εποχή, 12/12/2010.

[3] http://www.capital.gr/news.asp?id=955060.

 


Ανακάλυψε περισσότερα από ΣΥΡΙΖA - Προοδευτική Συμμαχία - ΝΕ Ζακύνθου

Εγγραφείτε για να λαμβάνετε τις τελευταίες αναρτήσεις στο email σας.

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.

Ανακάλυψε περισσότερα από ΣΥΡΙΖA - Προοδευτική Συμμαχία - ΝΕ Ζακύνθου

Εγγράψου τώρα για να συνεχίσεις να διαβάζεις και να αποκτήσεις πρόσβαση στο πλήρες αρχείο.

Συνεχίστε την ανάγνωση